- ἐπισχεσία
- ἐπισχεσίᾱ , ἐπισχεσίαthing held outfem nom/voc/acc dualἐπισχεσίᾱ , ἐπισχεσίαthing held outfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επισχεσία — ἐπισχεσία, ἡ (Α) πρόφαση, αφορμή («οὐδὲ τιν’ ἄλλην μύθου ποιήσασθαι ἐπισχεσίην», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Τα σύνθετα με β’ συνθετικό * σχεσία προέρχονται από ρηματικά επίθ. τού έχω σε τός (πρβλ. υπο σχετός > υποσχεσία). Στην προκειμένη περίπτωση θα… … Dictionary of Greek
ἐπισχεσίαν — ἐπισχεσίᾱν , ἐπισχεσία thing held out fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισχεσίη — ἐπισχεσία thing held out fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισχεσίην — ἐπισχεσία thing held out fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)